σφάκελος

σφάκελος
(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος
αρχ.
1. (για οστά) σήψη
2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.)
3. φρ. «σφάκελος ἀνέμων» — η ορμητική κίνηση τών ανέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός ιατρικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος). Η σύνδεση τού τ. με το αρχ. άνω γερμ. spachen «σχίζω» δεν φαίνεται πιθανή].
————————
(II)
ο, ΝΜΑ, και σφάκηλος και φάκηλος Α
νεοελλ.-μσν.
1. υβριστική χειρονομία που γίνεται με ανοιχτή παλάμη, φάσκελο, μούντζα
2. υβριστική χειρονομία η οποία γίνεται με κλειστή την παλάμη σε θέση πυγμής ενώ το μεγάλο δάχτυλο διέρχεται μεταξύ τού λιχανού και τού μέσου
αρχ.
το μεσαίο δάχτυλο τού χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάκελος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική μορφή του τ. φάκελος* (πρβλ. φαλάγγίον: σφαλάγγι) ενώ οι τ. σφάκηλος και φάκηλος εσφ. γρφ. τού σφάκελος. Από το αρχ. σφάκελος έχει σχηματιστεί με μετάθεση τού -σ- ο νεοελλ. τ. φάσκελο (βλ. λ. φάκελος και φάσκελο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφάκελος — gangrene masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακέλου — σφάκελος gangrene masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακέλους — σφάκελος gangrene masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακέλων — σφάκελος gangrene masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακέλῳ — σφάκελος gangrene masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάκελοι — σφάκελος gangrene masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάκελον — σφάκελος gangrene masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

  • Спорынья — (см. Болезни растений, фиг. 4) черные рожки, образующиеся нередко, вместо зерен, в колосьях ржи и других злаков. Эти рожки представляют собой покоящуюся стадию развития или так называемые склероции (см.) паразитного грибка Claviceps purpurea Tul …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • esfácelo — (Del gr. sphakelos, gangrena seca.) ► sustantivo masculino MEDICINA Masa de tejido gangrenado. * * * esfacelo (del gr. «sphákelos», gangrena) m. Med. Porción de tejido mortificado en una herida. * * * esfácelo o esfacelo. (Del gr. σφάκελος,… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”